μέθεξη — η η συμμετοχή: Η μέθεξη των πιστών στο ναό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
κρυφιόγνωστος — κρυφιόγνωστος, ον (Μ) αυτός που έγινε γνωστός με μυστική διαδικασία, που έγινε κτήμα κάποιου με μυστική μέθεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + γνωστος (< γιγνώσκω), πρβλ. θεό γνωστος, πασί γνωστος) … Dictionary of Greek
μεθεκτός — μεθεκτός, ή, όν (ΑM) [μετέχω] 1. (για τις πλατωνικές ιδέες) α) αυτός στον οποίο μετέχει ή μπορεί να μετέχει κανείς β) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί εύκολα, ο ευμετάδοτος (α. «δοκεῑ πᾱσα ἰδέα εἶναι μεθεκτή» β. «ο μεθεκτὸς θεός», Δαμάσκ.) 2. αυτός… … Dictionary of Greek
μετάσχεσις — μετάσχεσις, ἡ (Α) [μετέχω] μέθεξη, συμμετοχή («οὐκ ἔχεις ἀλλην τινὰ αἰτίαν τοῡ δύο γενέσθαι ἀλλ ἤ τὴν τῆς δυάδος μετάσχεσιν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ έχω (πρβλ. κατ έχω: κατά σχεσις)] … Dictionary of Greek
μετουσία — η (ΑΜ μετουσία) [μέτειμι (Ι)] νεοελλ. μσν. φρ. «ἡ θεία μετουσία» η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία αρχ. 1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῡς ἑορτῆς», Αριστοφ.) 2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα 3.… … Dictionary of Greek